- ραχίτιδα
- [-ίτις (-ιδ'ος)] η рахит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραχίτιδα — ραχίτιδα, η και ραχιτισμός, ο (ιατρ.), ανώμαλη ανάπτυξη της ράχης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραχίτιδα — η / ῥαχῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ παιδική νόσος τού σκελετού που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή ασβεστοποίηση τών οστών και τών αυξητικών χόνδρων και οφείλεται συχνότερα σε αβιταμίνωση D. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. αρθρ ίτις / ίτιδα).… … Dictionary of Greek
ραχίτιδα, ραχιτισμός — Διαταραχή της ανάπτυξης γενικά και του σκελετού ειδικότερα, που αφορά τη διεργασία της οστέωσης και τον μεταβολισμό των αλάτων, κατά τη διάρκεια της ταχείας αύξησης, που είναι χαρακτηριστική στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οφείλεται σε ποικίλα… … Dictionary of Greek
ραχιτικός — ή, ό, Ν ιατρ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή οφείλεται στη ραχίτιδα («ραχιτική παραμόρφωση») 2. ως ουσ. αυτός που έχει προσβληθεί από ραχίτιδα 3. φρ. «ραχιτικό κομπολόι» η στρογγυλή διόγκωση τών πλευρών στα όρια τού οστέινου και χόνδρινου… … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
βεντερούγα — η η ραχίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κύφωση — Κυρτότητα της σπονδυλικής στήλης, με την κοιλότητα προς τα εμπρός. Στο άτομο με φυσιολογική διαμόρφωση υπάρχει μια κ. της σπονδυλικής στήλης στο θωρακικό της τμήμα και μια μικρότερη στο κατώτερό της άκρο (ιερόν οστούν). Όταν αυτή η κ. εμφανίζει… … Dictionary of Greek
ραχίτης — ὁ, θηλ. ῥαχῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ράχη («ὁ ῥαχίτης μυελός», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ῥαχῑτις βλ. ραχίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. ίτης (πρβλ. νεφρ ίτης)] … Dictionary of Greek
ραχιτισμός — ο, Ν η ραχίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραχίτ ιδα + κατάλ. ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Κ. Ασώπιο] … Dictionary of Greek
Καρβελάς, Φραγκίσκος — (1794 – 1849). Γιατρός και πολιτικός. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες ως Φιλικός και ως μέλος της εφορίας Ζακύνθου στην Επανάσταση του 1821. Ο Κ. μύησε στη Φιλική Εταιρεία τον Διονύσιο Σολωμό. Δημοσίευσε στα… … Dictionary of Greek
παραθυρεοειδείς — (Ανατ.). Μικροί ενδοκρινείς αδένες, συνήθως τέσσερις, που βρίσκονται πίσω από τους πλάγιους λοβούς του θυρεοειδούς· το έκκριμά τους, η παραθορμόνη, συμμετέχει στη ρύθμιση του μεταβολισμού του ασβεστίου και του φωσφόρου, και συνεπώς στη διεργασία… … Dictionary of Greek